- εξονυχιστικός
- -ή, -ό [εξονύχιση]αυτός που γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τών λεπτομερειών («εξονυχιστική έρευνα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξονυχιστικός — ή, ό επίρρ. ά που έχει την ικανότητα ή την τάση να εξονυχίζει (βλ. λ.), πολύ λεπτολόγος: Εξονυχιστική ανάκριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλυτικός — ή, ό (Α ἀναλυτικός, ή, όν) [ἀναλύτης] ο σχετικός με την ανάλυση νεοελλ., λεπτομερής, εξονυχιστικός, διεξοδικός … Dictionary of Greek
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek
λεπτολογικός — ή, ό αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λεπτομερειακός — ή, ό [λεπτομέρεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λεπτομέρειες 2. εξονυχιστικός, εξαντλητικός («η επιτροπή έκανε λεπτομερειακό έλεγχο») 3. επουσιώδης, δευτερεύουσας σημασίας. επίρρ... λεπτομερειακώς και ά με κάθε λεπτομέρεια, λεπτομερώς … Dictionary of Greek
πρίστης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που… … Dictionary of Greek